Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Συνεντευξη με την Κατερινα Αγγελακη Ρουκ

Γραφω παντα λυπημενη
Συνεντευξη στη Φανη Πλατσατουρα στο Provocateur
Λένε πως όταν μιλούν οι ποιητές ακόμη και τα αηδόνια σωπαίνουν...
Κυριακή, οδός Ασκληπιού, 3ος όροφος. Στο κουδούνι γράφει με καλλιγραφικά γράμματα «Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ». Καθόμαστε στο γραφείο της. Σερβίρει γαλλικό καφέ και σοκολατάκια. «Εμένα μου άρεσε πάντα το ποτό. Τρία χρόνια έχω να το βάλω στο στόμα μου. Το απαγόρευσαν οι γιατροί. Τώρα πια τρώω μόνο σοκολατάκια»...
... Έξω έχει ήλιο. Μέσα αναμνήσεις. Βιβλία και σημειώσεις. Πολλές φωτογραφίες καρφωμένες με το κάδρο τους στον τοίχο: Ο σκύλος της ο «Σπάγκι». Εκείνη, νέα. Εκείνη με τον άνδρα της. Ένα ταξίδι. «Ο Ρουκ μου», την ακούω να λέει. «Κάθισε να σου πω πως γνωριστήκαμε. Πάντα μου αρέσει να διηγούμαι αυτήν την ιστορία».
«Ήμασταν και οι δύο 24 ετών. Γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε μέσα σε τρεις εβδομάδες. Πρωτοσυναντηθήκαμε σε μια ταβέρνα, τη «Λεύκα». Εκεί έγιναν όλα τα ραντεβού μας. Ένα βράδυ είχαμε πιει πολύ. Συζητούσαμε διάφορα περί ζωής και γάμου. Τότε έβγαζα το πρώτο μου βιβλίο. Γύρισα λοιπόν, και του είπα πως αυτόν τον καιρό είμαι απόλυτα αφοσιωμένη στην ποίηση και έχω πολύ πιο ενδιαφέρουσες δουλειές να κάνω από έναν γάμο. Σοβάρεψε απότομα και με ρώτησε τι θα του απαντούσα αν με ζητούσε σε γάμο. «Δεν θα μπορούσα να σου αρνηθώ», του αποκρίθηκα. «Άρα μόλις δέχτηκες», μου είπε πιάνοντας το χέρι μου. Έκτοτε ήμασταν μαζί, για 43 ολόκληρα χρόνια. Εγγλέζος, με φοβερή μόρφωση. Ο τέλειος σύντροφος. Τον έχω χάσει εδώ και επτά χρόνια»...
Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας! Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας της πιο παραμελημένης θεάς.
- Οι έρωτες των ποιημάτων σας είναι κυρίως φανταστικοί ή περιγράφουν τη σχέση σας με τον Ρόντνεϊ Ρουκ;
- «Δεν θυμάμαι να έχω γράψει ποτέ για έναν φανταστικό έρωτα γιατί ήμουν πάρα πολύ ενεργή βιωματικά. Κάθε φορά στόλιζα τον υπάρχοντα προσωρινό με αυτόν που με ενέπνεε. Δεν ήταν λοιπόν, όλοι οι έρωτες των ποιημάτων μου για τον σύζυγό μου. Έρωτες στη ζωή μου είχα αρκετούς. Ακόμη και όταν ήμουν παντρεμένη με τον Ρουκ. Εκείνος το ήξερε, καταλάβαινε τα πάντα δεν είχε όμως, πρόβλημα. Θυμάμαι κατά τη διάρκεια του γάμου μου είχα έναν πιο σοβαρό έρωτα. Εγγλέζος ήταν και αυτός και μια μέρα μου λέει «χώρισε με τον Ρουκ και έλα να ζήσουμε μαζί την ιστορία μας». «Εγώ να αφήσω τον Ρουκ; Δεν είσαι καλά», του απάντησα. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να διανοηθώ ότι θα εγκατέλειπα τον άνδρα μου. Είχαμε κάτι βαθύ μεταξύ μας. Και δεν είναι ότι είχα την ανάγκη ενός παράλληλου έρωτα. Όχι, ποτέ. Απλά ήθελα να ζήσω έντονα».
- Είναι πράγματι ο έρωτας το πιο δύσκολο είδος ποίησης;
- «Είναι από τα πιο δύσκολα. Δεν γράφω πλέον ερωτική ποίηση. Διότι ο έρωτας είναι δεμένος με τα νιάτα. Τελειώνει μαζί τους ή αν έχει σωστές βάσεις μετατρέπεται σε αγάπη. Γράφω όμως, ακόμη στο χαρτί και αυτό με ευχαριστεί πολύ».

- Ακολουθείτε κάποια μυστική ιεροτελεστία όταν γράφετε;
- «Γράφω πάντα πρωί. Με βοηθά η μέρα. Και το βράδυ κάνω τις διορθώσεις και τις επαναλήψεις... Γράφω πάντα λυπημένη. Αισθάνομαι ένα κενό και αυτόματα έρχεται το ποιήμα, σαν φάρμακο. Έχουν περάσει από πολλά χέρια τα ποιήματά μου: Πρώτη, δεύτερη, τρίτη γραφή. Άλλα πάλι, τα έχω χάσει... Γράφω πάντα με το χέρι. Λόγω της αναπηρίας μου, δεν χρησιμοποίησα ποτέ μου γραφομηχανή».
- Οι λέξεις βγαίνουν πλέον αβίαστα;
- «Ποτέ δεν με παίδεψαν οι λέξεις. Είχα απόλυτη πίστη σ΄αυτές και τώρα, ακόμη περισσότερη. Πάντα έχω μια ελαφριά αίσθηση του τι θέλω να γράψω, ποια θα είναι η επόμενη λέξη. Και σχεδόν βγαίνει μόνη της. Αυτόματα, η μία λέξη γεννά την άλλη. Πολλές φορές, πρώτα έρχονται αυτές και μετά συλλαμβάνω τι ήθελα να πω. Ιδίως η ποίηση είναι απόλυτα εξαρτώμενη από τη γλώσσα. Γιατί αυτή εμπνέει τις συγγένειες των ιδεών. Και η γλώσσα οδηγεί από τη μία ιδέα στην άλλη. Όσο λοιπόν, γερνάω τόσο περισσότερη θρησκευτική λατρεία έχω στις λέξεις».
- Υπάρχουν συνταγές στην ποίηση;
- «Καμία συνταγή δεν υπάρχει. Κάποια στάδια μόνο. Πρώτο στάδιο: Πρέπει να έχεις κάτι ποιητικό μέσα σου. Το οποίο μπορεί να έχει γεννηθεί από κάτι που συνέβη στη ζωή σου. Δεύτερον και πολύ σημαντικό να έχεις ένα περιβάλλον που βοηθάει. Εγώ είχα την τύχη να μεγαλώσω με έναν πατέρα που ήταν πολύ μορφωμένος και μια μητέρα που λάτρευε τα γαλλικά και την ποίηση. Και φυσικά τον νονό μου, τον Νίκο Καζαντζάκη. Κάτω από τη σκιά του έζησα. Από εκεί και πέρα, το επόμενο βήμα είναι να βρεις τι είναι αυτό που σε εμπνέει». 
- Όλα τα ποιήματά σας στρέφονται γύρω από θέματα, όπως: έρωτας, μοναξιά, σώμα, φύση.
- «Με απασχολούν βαθιά αυτά τα θέματα. Ίσως να δένουν με την αναπηρία που είχα από βρέφος. Επειδή αντιμετώπισα διάφορα κινητικά προβλήματα, μου έμεινε ως υποσυνείδητο αυτή η μανία με το σώμα. Το δικό μου σώμα ήταν ελλειπτικό. Ήθελα από το σώμα να έρχεται η πηγή της έμπνευσής μου. Και βέβαια τι είναι απόλυτα δεμένο με το σώμα; Ο έρωτας. Και με τον έρωτα; Η φαντασία». 
Έντιμοι, έντιμοι οι άγγελοι
γιατί κι όταν ακόμη σε στραβώνουν με το άσπρο
ψιθυρίζουν: «Δεν υπάρχω»...
- Σας πρόδωσε ποτέ η έμπνευση;
- «Τώρα τελευταία. Είχα έναν ολόκληρο χρόνο να γράψω. Εκεί νόμιζα πως είχα ξοφλήσει. Λέω «αυτό ήταν. Μας τελείωσε η ποίηση». Αλλά ξαναέγραψα και τώρα μάλιστα, έχω μια νέα σειρά στο μυαλό μου».
- Έλεγε ο Εγγονόπουλος πως «στα χρόνια τα σακάτικα είθισται να δολοφονούν τους ποιητές». Ποιος οπλίζει και σκοτώνει την ποίηση σήμερα;
- «Δεν ξέρω αν η δική μας εποχή είναι τόσο σακάτικη, όσο αυτή που έζησε και περιγράφει ο Εγγονόπουλος. Αυτό που εγώ βλέπω και μου κάνει εντύπωση είναι πως σε μία εποχή τόσο αντιπνευματική όσο η σημερινή, λαμβάνω τόσα αξιόλογα βιβλία από νέα παιδιά. Το λέω και το ξαναλέω. Όταν ήμουν εγώ στην ηλικία τους, 20 - 25 ετών, δεν ήταν έτσι όλη η ποίηση. Βέβαια εμένα η εποχή μου ήταν και λίγο δύσκολη. Μεγάλωσα τη δεκαετία του ΄60 και τότε έλαμπε το άστρο του Σεφέρη και του Ελύτη. Άντε με τέτοια μεγέθη να γράψεις ποίηση. Το επίπεδο των σημερινών νέων που γράφουν ποίηση είναι πολύ καλό. Με κάνει έξαλλη όμως, που βιάζονται να αναγνωριστούν. «Βρε παιδάκι μου έχεις αυτό το θείο δώρο που θα σε βοηθήσει σε όλη τη ζωή σου και σε ενδιαφέρει η αναγνώριση»; Δεν πρέπει να είναι πιο σημαντικό το πως θα προβληθεί το ποιήμα από το ίδιο το ποιήμα».
- Ποιες εικόνες σας πληγώνουν σήμερα;
(μου λέει ένα βρετανικό ανέκδοτο με τη φράση «how much»)
- «Η παντοδυναμία του χρήματος. Πάει πολύ βαθιά όλο αυτό και κυριαρχεί στην ψυχολογία ορισμένων ανθρώπων. Παντού γύρω σου ακούς τη λέξη «πόσο;» Πρέπει να βγούμε από όλο αυτό το πνεύμα υλισμού, να πάψουμε να αναζητούμε το χρήμα και να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες μας. Ούτε προφήτης είμαι, ούτε ιστορικός αλλά διαβλέπω δύο άκρα. Από τη μία την παντοδυναμία του χρήματος και από την άλλη αρχίζουν ξανά κάτι παλαιά θρησκευτικά πάθη. Είναι τραγικό να σκοτώνονται σήμερα οι άνθρωποι στο πεζοδρόμιο για τη θρησκεία. Μου φαίνονται αδιανόητα αυτά τα πράγματα, δεν μπορώ ούτε να τα ακούω.
- Κερδίσατε χρήματα από τα ποιήματά σας;
- «Aπό τις μεταφράσεις έβγαλα κάποια χρήματα. Από τα ποιήματα, όχι τίποτα. Ζω με δυσκολία. Η σύνταξή μου μειώθηκε από τα 700 στα 500 ευρώ και περιμένω πόσο καιρό τώρα να πάρω την αναπηρική σύνταξη. Πληρώνω ενοίκιο, δεν έχω δικό μου διαμέρισμα αλλά από την άλλη, δεν έχω και πολλές ανάγκες. Πάντως είμαι αντιχρηματική. Κανέναν σεβασμό δεν έδειχνα στο χρήμα. Ό, τι είχα το μοιραζόμουν.
- Περιγράψτε μου μια τυπική σας ημέρα.
- «Ξυπνάω κατά τις 11 το πρωί. Ακούω ραδιόφωνο. Είμαι μανιακή με τον ΣΚΑΪ. Φτιάχνω στη συνέχεια καφέ και κάθομαι στο γραφείο μου. Ευτυχώς, γρατζουνάω ακόμη τα χαρτιά. Βλέπω τι έχω αφήσει ημιτελές από την προηγούμενη ημέρα και το ξαναπιάνω. Βγαίνω πλέον, ελάχιστα από το σπίτι. Έχω συντροφιά μια καταπληκτική κοπέλα από την Αλβανία που μένει μαζί μου και με βοηθάει. Είναι απίθανος άνθρωπος. Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσα να ζήσω. Την λένε Ρομίνα. Δεν είχα ποτέ παιδιά, ούτε αδέρφια. Συνηθίζω να λέω πως «δεν ζήλεψα ποτέ τις φιλενάδες μου που είχαν παιδιά. Αλλά τις ζηλεύω τώρα που έχουν εγγόνια».
- Πιστεύετε ότι θα ήσασταν καλή μητέρα;
- «Ναι, θα ήμουν. Θα τους έλεγα συνέχεια όμορφες ιστορίες...».
- Τι θέλετε να γράψει η ιστορία για εσάς;
- «Δεν με ενδιαφέρει και δεν το έχω σκεφτεί ποτέ για να πω την αλήθεια. Νομίζω πάντως, ότι επειδή έχουν γίνει λίγο γνωστά τα ποιήματά μου, ως ποιήτρια θα με αναφέρουν».
Έρχομαι σε έναν παράφορο θάνατο
κοντά σου
κι αποκαλώ φως
το μαύρο φτερό που με αγγίζει...
- Η ζωή σας κέρασε πολλές χαρές;
- «Ναι, βέβαια. Λέω πάντα ότι πλήρωσα λίγο ακριβά το εισιτήριο στη ζωή με την αναπηρία που είχα. Από εκεί και πέρα όμως, πήγαν όλα πάρα πολύ καλά στη ζωή μου. Είχα τους ιδανικούς γονείς, τον ιδανικό σύντροφο, το ιδανικό σπίτι στην Αίγινα. Κανένα παράπονο δεν έχω από τη ζωή. Και νομίζω ότι αυτό είναι μεγάλος θησαυρός. Δεν αισθάνθηκα ότι κάτι μου οφειλόταν και δεν μου δόθηκε. Το ανάποδο μάλλον, θα έλεγα». 
- Με την ιδέα του θανάτου έχετε συμφιλιωθεί;
- «Όχι καθόλου και ούτε θέλω να συμφιλιωθώ. Ούτε καν να τον φανταστώ δεν θέλω. Αυτή είναι και η βασική πληγή μου. Ότι όσο πάω, πλησιάζω προς τα εκεί. Η ιδέα του θανάτου με δηλητηριάζει. Δεν μπορώ να χαρώ ούτε την αναγνώριση, ούτε τίποτα. Είμαι 76 χρονών, έχει τελειώσει το τρίπρακτο. Δεν μπορώ να κινηθώ πλέον πολύ εύκολα αλλά ευτυχώς, δεν πονάω. Τα γηρατειά όμως, δεν μπορώ να τα καταπιώ. Με πληγώνουν. Με πληγώνουν πολύ».
- Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που σας έδωσε η ζωή;
- «Απόλυτη αξία είναι μόνο η ζωή»...
- Ποιο είναι το πιο αγαπημένο «παιδί» σας;
- «“Η ανορεξία της ύπαρξης”. Δεν ξέρω αν είναι ωραίο αλλά με εκφράζει απόλυτα. Θέλεις να σου διαβάσω; Ναι; Χαίρομαι!».
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δεν βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δεν μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.

(Στο τέλος με ρώτησε για τα social media. Της έδειξα την αφιερωματική ιστοσελίδα που έχουν φτιάξει οι αναγνώστες της στο Facebook. Στάθηκε στη φωτογραφία. «Δεν μου αρέσει πολύ αυτή η φωτογραφία», μονολόγησε. Η «γυναίκα» μέσα της ζητούσε ακόμη...)
πηγη: http://provocateur.gr/post/6312/nomiza-pws-eixa-ksoflhsei

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Η γλώσσα των «σημείων»

Του Χρηστου Γιανναρα απο την Καθημερινη
Πριν από τρεις εβδομάδες, η ελλαδική κοινωνία έδωσε την εντολή διακυβέρνησης της χώρας σε έναν πολιτικό σχηματισμό που, εύλογα, κινούσε τη δυσπιστία των ορθολογικά σκεπτόμενων πολιτών:
Δεν είχε εμφανίσει συγκροτημένο κοινωνικό πρόγραμμα, κοινωνικές σκοποθεσίες, ο πολιτικός αυτός σχηματισμός. Μιλούσε μόνο για διαχειριστικές προτάσεις, μυωπικά οικονομίστικες, ωσάν η χώρα να περνούσε μιαν εφήμερη κρίση και όχι βυθισμό σε παραλυτική παρακμή, διολίσθηση σε πρωτογονισμό μανιασμένης ιδιοτέλειας. Δεν παρουσίασε ποτέ ο πολιτικός αυτός σχηματισμός θέσεις του για την παιδεία (και όχι απλώς για τα τεχνικά προβλήματα της εκπαίδευσης), για εξωτερική πολιτική γόνιμης και ρεαλιστικής ελληνικής ιδιοπροσωπίας, για την εντόπια γαγγραινώδη παραποίηση του συνδικαλισμού, τη λειτουργική αχρήστευση της Δικαιοσύνης.

Είχε έναν νέο σε ηλικία αρχηγό ο συγκεκριμένος πολιτικός σχηματισμός, με ηγετικά χαρίσματα καταφανώς υπέρτερα των φθαρμένων θλιβερών μετριοτήτων που επιβίωναν σε όλα τα άλλα παρακμιακά απομεινάρια του κομματικού συστήματος. Αλλά είχε και παρελθόν πολύ βεβαρημένο ο ίδιος σχηματισμός: Σαράντα ολόκληρα χρόνια στα σχολειά και στα πανεπιστήμια, στη δημοσιογραφία και στα ηλεκτρονικά μέσα, συνολικά στο πεδίο της «διανόησης», λειτουργούσε σαν Ζντανοφικός φασιστικός εφιάλτης, με μεθόδους και νοοτροπία τρομοκρατών. Επιπλέον, στο όνομα του ιστορικο-υλιστικού διεθνισμού, πρακτόρευε απροκάλυπτα τη φανατισμένη τυφλότητα του σκοπιανού εθνικισμού, τις ραδιουργίες του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής, τη μεθοδική αγλωσσία και τη στρέβλωση της ιστορικής συνείδησης των Ελλήνων.

Με αυτές τις προδιαγραφές ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ την εντολή να κυβερνήσει τη χώρα. Και με την ανάληψη της εντολής αρχίζει το αναπάντεχο, η έκπληξη: Για πρώτη φορά στα ελλαδικά πολιτικά χρονικά, κόμμα που θριάμβευσε στις εκλογές σχηματίζει κυβέρνηση με δεκατέσσερα από τα μέλη της (ναι, 14) να είναι εξωκοινοβουλευτικές προσωπικότητες – ποτέ κόμμα δεν είχε τολμήσει τέτοια κοινωνική επιστράτευση. (Το καθεστώς ώς τώρα ήταν: ο πρωθυπουργός να μοιράζει τα υπουργεία για να εξοφλήσει ιδιοτελέστατα προσωπικά χρωστούμενα ή για να κολακέψει εκλογικές περιφέρειες).

Δεύτερη έκπληξη: οι ικανότητες και το ύφος - ήθος των υπουργών, τουλάχιστον όσων ενεργοποιήθηκαν αμέσως και με φρενήρεις ρυθμούς για τα επείγοντα προβλήματα της χώρας. Ολόκληρη η Ευρώπη ξαφνιάζεται, μαζί κι ένα ευρύτερο διεθνές περιβάλλον – το μαρτυρεί η πρωτοφανής, απίστευτη έκταση και ένταση ενδιαφέροντος Τύπου και ηλεκτρονικών μέσων για την Ελλάδα και τα προβλήματά της. Αντί για την εικόνα άτολμων, συμπλεγματικών μετριοτήτων διορισμένων (ως εικός) από τους δανειστές για να εκπροσωπούν τα συμφέροντα της Ελλάδας έναντι των δανειστών, περάσαμε στην εικόνα προσωπικοτήτων με εκπληκτικές ικανότητες, σπάνια κατάρτιση, αστραφτερή ευτολμία, φανερή, εργώδη προετοιμασία και πίστη μαχητική στο δίκιο της χώρας τους.

Πότε και πώς προγραμματίστηκαν και οργανώθηκαν αστραπιαία οι περιοδείες του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στην έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πότε και πώς εξασφαλίστηκαν οι συναντήσεις τους με τους κορυφαίους των ισχυρών της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το πλήθος των συνεντεύξεων στον διεθνή Τύπο και στις τηλεοράσεις. Κυρίως, από πού και πώς ξεπήδησε αυτό το απαρόμοιαστο ανθρώπινο υλικό, να εκπροσωπεί μιαν Ελλάδα που είχε ταυτιστεί διεθνώς στις συνειδήσεις με τη φαυλότητα, τη λαμογιά, την ανικανότητα και βουλιμική χωριατιά – πολιτικοί δίχως το κάτσιασμα της μειονεξίας και χαμόγελα λακέδων μπροστά στα αφεντικά τους, αλλά με ραχοκοκαλιά και αξιοπρέπεια, ηρεμία και αποφασιστικότητα.

Η έκπληξη δεν εξουδετερώνει την κριτική σκέψη και στάση, δεν ξεχνάμε την καταγωγή του ΣΥΡΙΖΑ και το παρελθόν του. Αλλά είναι ψυχοπαθολογική εμπάθεια και μικρόνοια να κλείνουμε τα μάτια μπροστά σε αυτό που βλέπουμε, επειδή δεν δικαιολογείται από το παρελθόν του. Επιτέλους, η πειστικότερη γλώσσα για τον ψυχικά υγιή πολίτη είναι η σημειωτική (γλώσσα των σημείων): Ο υπουργός Οικονομικών να ταξιδεύει σε «οικονομική» θέση και να κοιμάται κατάκοπος δίπλα σε τυχαίους συνεπιβάτες, πετώντας από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα για να συναντηθεί με τους «τα πρώτα φέροντας» στην Ευρώπη. Και την ίδια στιγμή να καταργούνται στην Ελλάδα οι προκλητικοί στόλοι υπουργικών και βουλευτικών αυτοκινήτων, να βγαίνουν σε πλειστηριασμό πρωθυπουργικά αεροσκάφη.

Η γλώσσα των «σημείων», η σημειωτική γλώσσα, καθρεφτίζει το ήθος και το φρόνημα του ανθρώπου, τα κίνητρα και τις προθέσεις του, ασυγκρίτως εναργέστερα από τη γλωσσική εκφραστική. Τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού τις κατέστησε επίσης μιαν έκπληξη η γλώσσα του σώματός του, το γνήσιο πάθος εκφοράς του λόγου – «έβαλε την ψυχή του» σε αυτά που έλεγε. Οταν στο τέλος εγκατέλειψε το χειρόγραφο για να εκφραστεί αυθόρμητα, η συγκίνηση έσπασε τη φωνή του, ήταν ολοφάνερο. Εκείνη η στιγμή, η ανεπιτήδευτη εκρηκτική συγκίνηση, ήταν αυτό που περίμεναν δεκαετίες ολόκληρες οι Ελληνες: Να δουν επιτέλους έναν πολιτικό να μιλάει με πόνο ψυχής για την κοινωνία και την πατρίδα του, όχι σαν δασκαλεμένος διαφημιστής απορρυπαντικών ή αλλαντικών.

Αυτή η κυβέρνηση δεν αποκλείεται να αποτύχει στις επιδιώξεις της. Να εξαναγκαστεί, από το οιηματικό πείσμα του αμοραλισμού των «αγορών» να εγκαταλείψει τον αγώνα. Δεν αποκλείεται και να τα θαλασσώσει η ίδια μέσα στη σύγχυση θρησκοληψίας των «συνιστωσών» του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, ακόμα κι αν αποτύχει, αν συντριβεί από έξωθεν εκβιασμούς ή έσωθεν αγκυλώσεις, τα όσα κατόρθωσε στις πρώτες μέρες του βίου της έχουν γυρίσει σελίδα για τον τόπο: Τώρα οι Ελληνες ξέρουν, τουλάχιστον, τι θα πει «διαπραγμάτευση» και τι θα πει «συλλογική αξιοπρέπεια». Ο,τι ζήσαμε στο τελευταίο εικοσαήμερο θα λειτουργεί από εδώ και πέρα σαν μέτρο και δείχτης της ποιότητας στην πολιτική.

Η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω. Επιστροφή στην αθλιότητα και στην ντροπή του πράσινου, του γαλάζιου ή του κόκκινου (συνασπισματικού) ΠΑΣΟΚ δεν αντέχεται πια. Η δουλεία στην καταναλωτική αποχαύνωση μοιάζει να τελειώνει.
πηγη : http://www.kathimerini.gr/803799/opinion/epikairothta/politikh/h-glwssa-twn-shmeiwn
πηγη

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

ΔΡΕΣΔΗ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ

Ένα γιατί, αναπάντητο από τότε, ένα γιατί που απαιτεί απάντηση τώρα

Αν και έχουν περάσει 70 χρόνια από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, το γιατί έγινε αυτός ο βομβαρδισμός παραμένει ακόμα αναπάντητο. Ένα αντίστοιχο γιατί προς την Γερμανική πολιτική ηγεσία, για ότι κάνει στη χώρα μας. Το σκίτσο της Αυγής, που συνέπεσε με την επέτειο της καταστροφής της Δρέσδης (Τη νύχτα της 13 προς 14 Φεβρουαρίου 1945,) ενόχλησε την Γερμανική πολιτική ηγεσία, ενώ δεν έχει απαντήσει ακόμα γιατί κάνει στην Ελλάδα ότι έκαναν οι Σύμμαχοι (Αγγλοαμερικανοι) στη Δρέσδη. Διαφέρει η μέθοδος , αλλά έχουμε τα ίδια αποτελέσματα. Περιληπτικά η Δρέσδη δεν είχε καμία στρατηγική σημασία, δεν είχε άμυνα έναντι βομβαρδισμών και βομβαρδίστηκε ενώ ο πόλεμος ουσιαστικά είχε τελειώσει. Το ίδιο που έγινε με τη Χιροσίμα και τα Ναγκασάκι. Στη Δρέσδη υπήρξαν μόνο πολίτες νεκροί γύρω στις 20 με 25000 και ισοπεδώθηκαν  η ιστορική Όπερα της πόλης, πολλά Μουσεία και η Εκκλησία της Παναγίας τεχνοτροπίας Μπαρόκ και το 90% του ιστορικού κέντρου της πόλης. Συνολικά καταστράφηκαν πάνω από 6.480.000 τετραγωνικά μέτρα.
Ο Βρετανός Ιστορικός  Φρέντερικ Τέιλορ (Dresden: Tuesday, 13 February, 1945), δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί έγκλημα πολέμου.
Αυτό που γίνεται στην πατρίδα μας σήμερα είναι έγκλημα ειρήνης. Αν στενοχωρήθηκε ο Σοϊμπλε με το σκίτσο, ας το ξανασκεφτεί. Να στενοχωρηθεί με τα ανθρώπινα θύματα που αφήνει πίσω της η πολιτική του. Είναι  ίδια με τα θύματα που άφησαν πίσω τους οι βόμβες των αγγλααμερικανων σε αμάχους.

Νικήτας Παπαϊωαννου

Πήγες